Οι πηγές αναβλύζουν
Το άρωμα που φορούσαν οι γιορτές
Τα καλοκαίρια που περνούσαν.
Ρυάκι γίνεται το πρώτο τους αίμα.
Και οι σιωπές χύνονται
Στη θάλασσα των ηδονών.
Εκεί κυλάει λησμονημένο
Το ναυλωμένο καράβι της ελπίδας
Απολογούμενο για τα τρύπια του πανιά,
Χορεύοντας στα κύματα
Που ορίζει ο οργασμός του Αιόλου.
Και οι ναύτες
Σουλατσάρουν στο κατάστρωμα,
Φουμάρουν και αναπολούν τα λιμάνια
Καθώς αναμένουν το κάλεσμα του καπετάνιου
Να σημάνει το τέλος της βάρδιας.