Ήταν και τότε
Που νεαρή η μπαργούμαν
Μας κερνούσε τα τελευταία
Και οι ανελέητες νύχτες
Ψυχορραγούσαν επιτέλους
Στα ταλαιπωρημένα μας ποτήρια.
~:~
Τινάχτηκες άξαφνα
Σαν λαβωμένο αγρίμι
Και παράδοξα ξεγελώντας
Την πληρωμένη συνήθεια
Μου υποσχέθηκες τρομαγμένος
Πως δεν θα άντεχες πια,
Δεν θα ξαναγυρνούσες
Κι έτρεξες πρόθυμος
Στις κατάφωτες εξόδους
Παρασύροντας αλόγιστα
Τις άσεμνες σιωπές των θαμώνων
Που ταμπουρωμένοι στα κρύσταλλα
Πίσω από την απατηλή υγρασία
Σημαδεύαν ασάλευτοι
Τη σαλή μου αγωνία
Να γητεύσω μονομιάς τις επιθυμίες
Που αναπάντεχα με έσυραν ξοπίσω σου.
Στους δικούς σου δρόμους.
~:~
Εφέτος ξαναθυμήθηκα,
Ήταν σε τούτο το σταυροδρόμι
Που σε βρήκα χάμω γυμνό,
Λιπόθυμο.
Βαστώντας σε πάλι στοργικά
Στο λαχανιασμένο μου στέρνο
Σιγοτραγούδησα γοερά
Το λησμονημένο όνομά σου
Και χωρίς σκέψη
Μόνο με τη απρόσμενη σοφία
Του παράτολμου λυράρη,
Που δεν άντεξε μονάχος
Την μαθητευόμενη ντροπή,
Σε σήκωσα στις πλάτες.
~:~
Πριν ακόμα βραδιάσει
Μπουκάραμε αγκαλιασμένοι
Στο αποψινό καταφύγιο
Της ξεχασμένης λεωφόρου.
Αράξαμε στην κουρασμένη μπάρα.
Με μιας έγνεψες
Στη γριά μπαργούμαν,
Κέρασες τα πρώτα
Κι όλο το μαγαζί.
Ύστερα ξανασήκωσες τα ποτήρια
Λέγοντάς μου γελαστά...
...«καλή αρχή!»
...«καλή αρχή!»