Θηλάζουν οι ολόλευκες αναπαυμένες
Στης παραμάνας την εύκαιρη αγκάλη
Στα γυμνά αίθρια των αρχοντικών κατοικιών
Ενώ εκεί έξω από τα μάνταλα
Έμπειρος ο καυτός ήλιος
Ζηλεύοντας τις δεήσεις των απίστων
Κερνάει φιλιά την Τερψιχόρη
Γλεντώντας τα παλλόμενα άρρενα πλήθη
Που πλημμυρίζουν την αυλή της χαϊδεμένης.
Ποθούν βοώντας την ένδοξη εκείνη ώρα,
Κρατώντας τη φλόγα ως το σούρουπο,
Που Μάνα τους θα βγει ολόχαρη
Στα αυτόφωτα μπαλκόνια
Στα αυτόφωτα μπαλκόνια
Με ένα αβρό νεύμα
Απλώνοντας με μιας την στοργική σιωπή
Στην αιώνια σιγουριά του ορίζοντα,
Γλυκά κι απόψε να τους καληνυχτίζει.