Οι χωρικοί εναντιωθήκαν
Στην επιθυμία του ποταμού
Και μετά τον όρκο
Έτρεξαν αποφασισμένοι στα στενέματα
Φέροντας στα μέτωπα
Την πείρα της προσμονής
Της λησμονημένης ελπίδας
Και στα χέρια τα λάβαρα
Των επίδοξων θαυμάτων
Προτάσσοντας επιπόλαια
Τα γυμνά τους στήθη
Στην ορμή των διεγερμένων ρευμάτων
Που ανεξέλεγκτα παρασύρουν
Τα αρώματα των σωμάτων
Στον αχόρταγο πόθο των κυράδων
Που ξεμοναχιασμένες τα αποταχιά
Στα άξενα βράχια των ακρωτηρίων
Γνέφουν με λαγνεία τα μαντίλια τους
Στα απερίσκεπτα σκαριά
Που πλέουν χωρίς προορισμό
Στα ανεξερεύνητα πελάγη.